Τα φασολάκια τα μυκονιάτικα (παραμύθι)
Μια βολά κι έναν καιρό,ήτανε μια γριά κι ένας γέρος.Εκεί που καθότανε,φαίνεται πως θα πεινάσανε.Λέει το λοιπόν η γριά στο γέρο:
-Τι να μαειρέψουμε γέρο μου σήμερα ;
-Δεν πιάνεις γριά να βράσεις δυο φασουλάκια γρινιά, κη λέει ο γέρος.
Παίρνει η γριά τα φασουλάκια στην ποδιά της για να τα καθαρίσει. Οπως τα καθάριζε απο τα πετραδάκια και τα κουσουλάκια, κη ξεφεύγει ένα και πάει και σταλίζει σε μια γωνιά.
Τέλως πάντω, αφού καθαρίζει η γριά τα φασουλάκια σκώνεται παίρνει κάμποσα ξυλαράκια και πάει ν' ανάψει φωτιά στο μαεριό, για να βάλει το νερό να βράσει, να βάλει και τα φασουλάκια.
Εκεί όμως που άναβε η φωτιά, πετιέται ένα ξυλαράκι και πάει και πέφτει κοντά στο φασουλάκι. Μια κουβέντα απο δω, μια απο κει, εγινήκανε πρώτοι φίλοι το φασουλάκι και το ξυλαράκι.
Σε λίγη ώρα, κι αφού η φωτιά είχε ανάψει για τα καλά, πετιέται μια αθάλη και πάει και' φτη στη γωνιά, κοντά στο φασουλάκι και το ξυλαράκι. Μια κουβέντα απο δω,μια απο κει εγενίκανε πρώτοι φίλοι το φασουλάκι και το ξυλαράκι με την αθάλη.
Σε λίγο, λέει το φασουλάκι που του κόβενε πιο πολύ:
-Τώρα η γριά, μόλις θε να φάνε, θέλει να πιάσει τη φροκαλιά, να σκουπίσει την κάμαρα. Θα σκουπίσει και μας μαζί με τα κούσουλα και ποιος ξέρει πού θα πεταχτούμε. Δε πάμε το λοιπόν να φύγουμε,να βρούμε την τύχη μας κι οι τρεις μαζί;
Εβγήκανε και τα τρία από την κάμαρα, περάσανε τ' αυλιδάκι, κατεβήκανε στο κηπαράκι και τέλος εβγήκανε στο δρόμο. Πααίνανε, πααίνανε και σε λίγο βρίσκουν ένα ποταμάκι.
Τότες λέει η αθάλη:
-Και τώρα,ίνταμως θε' να περάσουμε στην άλλη μεριά;
-Εγώ ξέρω να κολυμπώ και λέου να σας επάρω στην πλάτη έναν-έναν, είπε το ξυλαράκι.
Ετσι ξεκινήσανε να περάσουνε απέναντι. Μόλις που είχανε μπει στο νερό και το ξυλαράκι όσο τ' ακούμπανε η αθάλη, εκαιούντανε. Της είπε να κατεβεί γιατί καίγεται, αλλά στο τέλος εκάηνε το ξυλαράκι, εκόπνε στα δυο, ήπεσε και η αθάλη στο νερό και τους πήρε το ρέμα...
Βλέπει εν τω μεταξεί το φασουλάκι ευτά που πάθανε οι φίλοι του κι αρχινά τα κλάματα, τόσο δυνατά ώσπου τελικώς ήσκασενε. Απ ' το σκασμό του εχώρισε στα δυο.
Ακούει ο γέρος τα κλάματα, πάει το βρίσκει και τι να διει: το φασουλάκι δυο κομμάτια. Το πιάνει το λοιπόν προσεκτικά, είχενε μαζί και μια βελόνα με μαύρη κλωστή και το ράβει ίσα ίσα που να ενώσει. Το παίρνει ύστερα μαλακά μαλακά και πάει και το φυτεύει μες στο κηπαράκι.
Μετά από λίγο καιρό βγαίνει μια ωραία φασουλιά που ήβγαλενε πολλά πολλά λουβιά.
Κάμποσα από 'φτανα τα 'κάμενε ο γέρος ξερά, αλλά μια μέρα που επήενε να φασουλολοϊσει βλέπει πως ούλα τα καινούρια τα φασουλάκια είχανε στην κοιλιά τωνε εκείνο το μαύρο σημαδάκι που είχενε το πρώτο από την μαύρη κεντιά του γέρου.
Από τότες κάθε φορά που ήφτευε από 'φτα τα φασουλάκια ούλα εβγένανε μ' ένα μαύρο ματάκι, γι' αυτό τα είπανε και μαυρομάτικα.
Κι επειδής αυτό γίνηκε στη Μύκονο, τα είπανε μαυρομάτικα φασουλάκια της Μυκόνου...
(Από το βιβλίο της Ευαγγελίας Βερώνη-Καμμή : ΠΑΛΙΑ ΜΥΚΟΝΙΑΤΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ)
-Τι να μαειρέψουμε γέρο μου σήμερα ;
-Δεν πιάνεις γριά να βράσεις δυο φασουλάκια γρινιά, κη λέει ο γέρος.
Παίρνει η γριά τα φασουλάκια στην ποδιά της για να τα καθαρίσει. Οπως τα καθάριζε απο τα πετραδάκια και τα κουσουλάκια, κη ξεφεύγει ένα και πάει και σταλίζει σε μια γωνιά.
Τέλως πάντω, αφού καθαρίζει η γριά τα φασουλάκια σκώνεται παίρνει κάμποσα ξυλαράκια και πάει ν' ανάψει φωτιά στο μαεριό, για να βάλει το νερό να βράσει, να βάλει και τα φασουλάκια.
Εκεί όμως που άναβε η φωτιά, πετιέται ένα ξυλαράκι και πάει και πέφτει κοντά στο φασουλάκι. Μια κουβέντα απο δω, μια απο κει, εγινήκανε πρώτοι φίλοι το φασουλάκι και το ξυλαράκι.
Σε λίγη ώρα, κι αφού η φωτιά είχε ανάψει για τα καλά, πετιέται μια αθάλη και πάει και' φτη στη γωνιά, κοντά στο φασουλάκι και το ξυλαράκι. Μια κουβέντα απο δω,μια απο κει εγενίκανε πρώτοι φίλοι το φασουλάκι και το ξυλαράκι με την αθάλη.
Σε λίγο, λέει το φασουλάκι που του κόβενε πιο πολύ:
-Τώρα η γριά, μόλις θε να φάνε, θέλει να πιάσει τη φροκαλιά, να σκουπίσει την κάμαρα. Θα σκουπίσει και μας μαζί με τα κούσουλα και ποιος ξέρει πού θα πεταχτούμε. Δε πάμε το λοιπόν να φύγουμε,να βρούμε την τύχη μας κι οι τρεις μαζί;
Εβγήκανε και τα τρία από την κάμαρα, περάσανε τ' αυλιδάκι, κατεβήκανε στο κηπαράκι και τέλος εβγήκανε στο δρόμο. Πααίνανε, πααίνανε και σε λίγο βρίσκουν ένα ποταμάκι.
Τότες λέει η αθάλη:
-Και τώρα,ίνταμως θε' να περάσουμε στην άλλη μεριά;
-Εγώ ξέρω να κολυμπώ και λέου να σας επάρω στην πλάτη έναν-έναν, είπε το ξυλαράκι.
Ετσι ξεκινήσανε να περάσουνε απέναντι. Μόλις που είχανε μπει στο νερό και το ξυλαράκι όσο τ' ακούμπανε η αθάλη, εκαιούντανε. Της είπε να κατεβεί γιατί καίγεται, αλλά στο τέλος εκάηνε το ξυλαράκι, εκόπνε στα δυο, ήπεσε και η αθάλη στο νερό και τους πήρε το ρέμα...
Βλέπει εν τω μεταξεί το φασουλάκι ευτά που πάθανε οι φίλοι του κι αρχινά τα κλάματα, τόσο δυνατά ώσπου τελικώς ήσκασενε. Απ ' το σκασμό του εχώρισε στα δυο.
Ακούει ο γέρος τα κλάματα, πάει το βρίσκει και τι να διει: το φασουλάκι δυο κομμάτια. Το πιάνει το λοιπόν προσεκτικά, είχενε μαζί και μια βελόνα με μαύρη κλωστή και το ράβει ίσα ίσα που να ενώσει. Το παίρνει ύστερα μαλακά μαλακά και πάει και το φυτεύει μες στο κηπαράκι.
Μετά από λίγο καιρό βγαίνει μια ωραία φασουλιά που ήβγαλενε πολλά πολλά λουβιά.
Κάμποσα από 'φτανα τα 'κάμενε ο γέρος ξερά, αλλά μια μέρα που επήενε να φασουλολοϊσει βλέπει πως ούλα τα καινούρια τα φασουλάκια είχανε στην κοιλιά τωνε εκείνο το μαύρο σημαδάκι που είχενε το πρώτο από την μαύρη κεντιά του γέρου.
Από τότες κάθε φορά που ήφτευε από 'φτα τα φασουλάκια ούλα εβγένανε μ' ένα μαύρο ματάκι, γι' αυτό τα είπανε και μαυρομάτικα.
Κι επειδής αυτό γίνηκε στη Μύκονο, τα είπανε μαυρομάτικα φασουλάκια της Μυκόνου...
(Από το βιβλίο της Ευαγγελίας Βερώνη-Καμμή : ΠΑΛΙΑ ΜΥΚΟΝΙΑΤΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ)
5 Comments:
αθαλη ειναι δηλαδη μια φλόγα;
Ωραιο, θα το πω στον Οδυσσεα αφου του δειξω μαυροματικα φασολια. :-)
Αθάλη πρέπει να σημαίνει αιθάλη - αναμένο κάρβουνο εννοεί νομίζω.
Μου άρεσε πολύ, γι'αυτό και το έβαλα εδώ :)
πανέμορφο :-) thanks!
Ενα παραμυθάκι για μικρούς και μεγάλους. Μου άρεσε το παραμυθάκι σου..
Καλημέρες.
@skorpina: Καμμία σχέση με Μύκονο.
Δημοσίευση σχολίου
<< ΠΙΣΩ