Τετάρτη, Δεκεμβρίου 31, 2014

Εκλαιγες κάποτε, θυμάσαι βατραχάκι;


Νόμισαν -κι εγώ μαζί- οτι είσαι βατραχάκι.
Δεν πίστεψες οτι είσαι βατραχάκι όμως.
Κι έκλαψες, θυμάσαι;

Σου έδωσαν -κι εγώ μαζί- καινούργια ρούχα και γέλασες ευχαριστημένη.
Δεν ήταν όμως τα ρούχα που είχες ανάγκη.
Κι έκλαψες, θυμάσαι;

Σου πήραν -κι εγώ μαζί- κοσμήματα
Δεν χρειαζόσουν κοσμήματα όμως, οι χάντρες που είχες έφταναν.
Κι έκλαψες, θυμάσαι;

Σου έδωσαν -κι εγώ μαζί- μια αγκαλιά και γουργούριζες.
Δεν έφτανε όμως αυτό, κάτι ακόμα ζητούσες.
Κι έκλαψες, θυμάσαι;

Σε χάιδεψαν τρυφερά -κι εγώ μαζί- κι αναστέναξες.
Δεν ήταν όμως αυτό, έλειπε κάτι.
Κι έκλαψες, θυμάσαι;

Και μια μέρα σε πίστεψα.
Και σου φώναξα οτι σε πιστεύω, οτι είσαι η μαγεμένη πριγκίπισσα του παραμυθιού.
Και σου φώναξα οτι λαχταράω να σε αγκαλιάσω, να σε φιλήσω, να ταξιδέψουμε, να πετάξουμε, να ακούσουμε το σύννεφο, να πιάσουμε το Νοτιά.
Ούρλιαξα οτι θέλω να γίνεις η δική μου μαγική πριγκίπισσα.

Για μια στιγμή το χαμόγελό σου δυνάμωσε κι έλαμψε το πρόσωπό σου.

Και την άλλη στιγμή τρόμαξες.
Και κρύφτηκες στην άκρη της λίμνης.
Κι έκλαψες, θυμάσαι βατραχάκι;


***
Να ξεκαθαρίσω οτι το κείμενο είναι μέρος διηγήματος που γράφω και προφανώς διατηρώ αποκλειστικά όλα τα πνευματικά δικαιώματα, τουλάχιστον μέχρι να ολοκληρωθεί, οπότε:
"Επιτρέπω τη μερική ή ολική (ανα)δημοσίευση ΕΦΟΣΟΝ ΚΑΙ ΜΟΝΟ (α) υπάρχει σαφής αναφορά στο πρωτότυπο και (β) αυτή η εντός εισαγωγικών πρόταση ακολουθεί αυτούσια κάθε αναδημοσίευση."

Κυριακή, Δεκεμβρίου 28, 2014

Διήγημα


Μια φορά κι έναν καιρό, όπως λέμε στα παραμύθια, ήταν μια παράξενη, φανταστική χώρα.
Οι πόλεις της είχαν ασυνήθιστα ονόματα, επειδή δεν υπήρχαν άνθρωποι εκεί.
Για να δούμε όμως στο χάρτη.

Πρώτη πρώτη είναι η Μολυβούπολη.
Μια μεγάλη πόλη στην οποία ζούσαν μολύβια, πολλά μολύβια.
Μολύβια μικρά και μεγάλα, μαύρα και χρωματιστά, στρογγυλά και πολύγωνα, απλά και πλουμιστά.
Μερικά είχαν και γόμες στο κεφάλι, αλλά τα πιο πολλά ήταν ξεσκούφωτα.
Μια πόλη γεμάτη μολύβια!

Στους άσπρους δρόμους, έβλεπες τα μολύβια να πηγαινοέρχονται, όλη μέρα.

Μερικά έτρεχαν, μάλλον επειδή είχαν μια βιαστική δουλειά κι έτσι άφηναν ίσιες γραμμές.
Κάποια άλλα, όπως τα σκληρά που ήταν Σχεδιαστές, ενώ πήγαιναν ευθεία, κάθε τόσο έστριβαν απότομα κι έτσι έφτιαχναν τετράγωνα, τρίγωνα και άλλες ζωγραφιές της Γεωμετρίας.
Υπήρχαν και κάποια πολύχρωμα μολύβια, που πρέπει να ήταν Ζωγράφοι και Ποιητές. Αυτά λοιπόν όπως έκαναν βόλτες εδώ κι εκεί, άφηναν όμορφες ζωγραφιές πίσω τους... λουλούδια, ποτάμια, μέχρι και ποιήματα και ό,τι μπορείς να φανταστείς.

Τα πιο σημαντικά μολύβια όμως ήταν τα μαύρα. Ηταν αυτά που σχεδίαζαν τις γραμμές των δρόμων και των πεζοδρομίων, τα περιθώρια των πάρκων, τις πλατείες και τα σπίτια. Σχεδίαζαν την αρχή και το τέλος όλων των πραγμάτων, για να μπορούν τα άλλα μολύβια να ζωγραφίζουν ανάμεσα στις μαύρες γραμμές. Δε χρειάζεται να πούμε πόσο σπουδαία ήταν τα μαύρα μολύβια, σίγουρα έχεις μερικά στην τσάντα σου και ξέρεις.

Ετσι λοιπόν όπως περπατούσαν τα μολύβια, άφηναν πολλές πολλές γραμμές στους δρόμους, στα πεζοδρόμια και στις πλατείες της Μολυβούπολης.
Κάθε βράδυ, η Μολυβούπολη ήταν σωστή ζωγραφιά από τις γραμμές τους!
Οταν νύχτωνε για τα καλά, όλα τα μολύβια πήγαιναν να κοιμηθούν.
Τα μεσάνυχτα, δεν έβλεπες μολύβια στη Μολυβούπολη, εκτός από τα άσπρα μολύβια.

Δεν σας είπαμε οτι στη Μολυβούπολη ζούσαν και κάποια άσπρα μολύβια;
Ε, ναι λοιπόν, υπήρχαν και άσπρα μολύβια που ζούσαν σε μια γειτονιά στην άκρη της πόλης.
Δεν τα βλέπαμε τη μέρα, επειδή ήταν άσπρα και δεν μπορούσαν να ζωγραφίσουν στους άσπρους δρόμους και στις άσπρες πλατείες.
Δεν είπαμε τίποτα γι' αυτά, επειδή δεν ήταν ούτε όμορφα όπως τα χρωματιστά, ούτε σπουδαία όπως τα μαύρα μολύβια.

Τα μεσάνυχτα λοιπόν έβγαιναν τα άσπρα μολύβια.
Η δουλειά τους ήταν να καθαρίζουν την πόλη από όλες τις ζωγραφιές και τις γραμμές που είχαν αφήσει όλα τα άλλα μολύβια.
Τρέχανε όλη τη νύχτα πάνω από τις γραμμές και τις ζωγραφιές των άλλων μολυβιών.
Η πόλη έπρεπε να είναι άσπρη πριν ξημερώσει, για να βγουν την άλλη μέρα τα μολύβια και να φτιάξουν καινούργιες γραμμές και καινούργιες ζωγραφιές.

Ετσι πέρναγε ο καιρός.
Κάθε μέρα, τα σπουδαία μολύβια σχεδίαζαν γραμμές κι έφτιαχναν ωραίες ζωγραφιές.
Κάθε βράδι, τα άσπρα μολύβια έσβηναν τα πάντα για να ξεκινήσει μια καινούργια μέρα.

Μια μέρα όμως, ο ουρανός έβρεξε μελάνι, ένα πολύ μαύρο μελάνι.
Εβρεξε πάρα πολύ και τελικά όλα σκεπάστηκαν από αυτό το μαύρο μελάνι.
Τα πεζοδρόμια, οι πλατείες, τα σπίτια... όλα έγιναν μαύρα.
Τόσο μαύρα, που τα μαύρα μολύβια δεν μπορούσαν να σχεδιάσουν γραμμές.
Τα χρωματιστά μολύβια προσπάθησαν να ζωγραφίσουν, αλλά ήταν πολύ άσχημες οι ζωγραφιές στους μαύρους δρόμους και στις πλατείες.
Στο τέλος της μέρας η Μολυβούπολη ήταν μια μεγάλη μουντζούρα.

Σα να μην έφτανε αυτό, όταν νύχτωσε πολύ, τα άσπρα μολύβια φοβήθηκαν να βγουν στους δρόμους, για να μη λερωθούν από τις μουντζούρες.

Την άλλη μέρα τα μαύρα μολύβια δεν άντεχαν άλλο, έπρεπε κάτι να κάνουν.
Κάλεσαν τα χρωματιστά μολύβια και όλα μαζί αποφάσισαν οτι έπρεπε να ζητήσουν τη βοήθεια των άσπρων μολυβιών.
Μόνο τα άσπρα μολύβια θα μπορούσαν να τους σώσουν από τη μεγάλη μουντζούρα.

Μετά από πολλές σκέψεις, έκατσαν όλα τα μολύβια μαζί, μαύρα, χρωματιστά και άσπρα, και αποφάσισαν οτι θα βγαίνουν όλα μαζί στη Μολυβούπολη, μέρα και νύχτα.

Θα βοηθούσαν το ένα το άλλο, για να φύγει η μεγάλη μουντζούρα.

Ετσι, τα άσπρα μολύβια ζωγράφισαν όλους τους τοίχους των σπιτιών.
Τα κόκκινα μολύβια ζωγράφισαν όλα τα κεραμίδια.
Τα μαύρα μολύβια ζωγράφισαν όλους τους δρόμους.
Τα καφέ μολύβια ζωγράφισαν όλους τους κορμούς των δέντρων.
Τα πράσινα μολύβια ζωγράφισαν όλα τα φύλλα.
...

Στο τέλος, σιγά σιγά ζωντάνεψε η Μολυβούπολη!

Τα μολύβια έγιναν άνθρωποι κι έζησαν καλά κι εμείς καλύτερα.
***
Να ξεκαθαρίσω οτι το κείμενο είναι μέρος διηγήματος που γράφω και προφανώς διατηρώ αποκλειστικά όλα τα πνευματικά δικαιώματα, τουλάχιστον μέχρι να ολοκληρωθεί, οπότε:
"Επιτρέπω τη μερική ή ολική (ανα)δημοσίευση ΕΦΟΣΟΝ ΚΑΙ ΜΟΝΟ (α) υπάρχει σαφής αναφορά στο πρωτότυπο και (β) αυτή η εντός εισαγωγικών πρόταση ακολουθεί αυτούσια κάθε αναδημοσίευση."