μια φορα κι εναν καιρο ηταν ενας βασιλιας, καπου στα βαθη της Μ.ασιας. Κανδαυλη τον λεγανε.
αυτος ανηκε στους ανθρωπους του παθους, σ αυτους που κηνυγανε τη στιγμη, που τους κηνυγα ο χρονος, που ξερουν οτι αξιζει χιλιες φορες περισσοτερο ενας μαγευτικος, γεματος χρωματα θανατος απ τη μονοτονια του ησυχου κρεμ.. προσκυνουσε και θαυμαζε την πανεμορφη γυναικα του. ανεπνεε με την αναπνοη της. θρυμματιζοταν απ την υπαρξη της.
δε χωρουσε αλλο αγαπη.
λιγωμενος απο ερωτα, θελει να παρει μια ανασα, ετσι αποφασιζει να τη μοιραστει. πρεπει να δειξει κι αλλου το θησαυρο του. να χαρουν κι αλλα ματια την πεμπτουσια της ζωης, που ειχε την τυχη να την κρατα στο παλατι του, ολοδικη του. η ψυχη ενιωθε πως αγγιζε το θειο. σα να ειχε γινει διαφανος, σα να περπατουσε πλαι στον ανεμο. κορεσμενος απ το παθος του γι αυτην, αποζητα πια τον αφανισμο του. λιγουρευεται τον θανατο του.
ειναι η ωρα... ο γενναιοδωρος "κατεστραμμενος", με την πληροτητα της ευτυχιας εγκατεστημενη σε καθε του κυτταρο, αποφασιζει να παιξει. καθοδηγει τον αγαπημενο του στρατηγο, τον Γυγη, ωστε κι αυτος να "γευτει" οπτικα την βασιλισσα. καταστρωνει το σχεδιο του, και κινει τα πιονια.
Το σουρουπο θα τελειωσουν ολα.
οταν αχνα πεφτει το σκοταδι, η γυναικα κανει τις συνηθισμενες της κινησεις. καθεται μπρος στον καθρεφτη της, κι αρχιζει να γδυνεται. ο Γυγης ειναι κρυμενος στο σημειο που του ειχε υποδειξει ο βασιλιας του. ειναι γυμνη, κι αυτος την κοιτα. ειναι εκει μπροστα του με την ολολευκη επιδερμιδα της, με το σμιλεμενο θαρεις κορμι της.
Γυναικα.
τοτε καταλαβαινει τον ποθο και τον τρομο του κανδαυλη, μπρος σ' αυτη, το θαυμα. μονο που δεν ειναι ο μονος που καταλαβαινει, ειναι κι βασιλισσα που ενιωσε τα ματια του πανω της. η προδοσια, σα λαβα δαιπερνα το κορμι της. αποφασιζει σε ενα ανοιγοκλεισμα του ματιου.
θανατος.
αυτον προκαλεσε ο βασιλιας, κι αυτος δεν του χαριστηκε. αυτον αποζητουσε με απογνωση, γι αυτο και περπατησε σε τεντωμενο σκοινι. κι η ομορφη ειπε... φονος. αναλαμβανει αυτη τωρα. στον νεο συνεπαρμενο απ τα καλλη της, διατασσει το φονο του φονια της αγαπης της. η εντολη εκτελειται. σιγα σιγα, ολα μπαινουν στη θεση τους.
καθαρση.
ο αερας παυει να ειναι τοσο πυκνος. ο κανδαυλης, εχοντας επιτελεσει την επιθυμια "ενσωματωσης" του στο Γυγη, θυσιαζεται. πεθαινει απο αγαπη. αφηνει τους δυο ανθρωπους που λατρεψε, να συνεχισουν τον ερωτα του. λιγοτερο η περισσοτερο. ποιον νοιαζει...
αυτος ειχε το θανατο που επιθυμουσε.
κι εζησαν αυτοι μαλλον καλα κι εμεις μαλλον καλυτερα.
|
7. Ἡ δὲ ἡγεμονίη οὕτω περιῆλθε, ἐοῦσα Ἡρακλειδέων, ἐς τὸ γένος τὸ Κροίσου, καλεομένους δὲ Μερμνάδας. [2] Ἦν Κανδαύλης, τὸν οἱ Ἕλληνές Μυρσίλον ὀνομάζουσι, τύραννος Σαρδίων, ἀπόγονος δὲ Ἀλκαίου τοῦ Ἡρακλέος. Ἄγρων μὲν γὰρ ὁ Νίνου τοῦ Βήλου τοῦ Ἀλκαίου πρῶτος Ἡρακλειδέων βασιλεὺς ἐγένετο Σαρδίων, Κανδαύλης δὲ ὁ Μύρσου ὕστατος. [3] Οἱ δὲ πρότερον Ἄγρωνος βασιλεύσαντες ταύτης τῆς χώρης ἦσαν ἀπόγονοὶ Λυδοῦ τοῦ Ἄτυος, ἀπ᾽ ὅτευ ὁ δῆμος Λύδιος ἐκλήθη ὁ πᾶς οὗτος, πρότερον Μηίων καλεόμενος. [4] Παρὰ τούτων Ἡρακλεῖδαι ἐπιτραφθέντες ἔσχον τὴν ἀρχήν ἐκ θεοπροπίου, ἐκ δούλης τε τῆς Ἰαρδάνου γεγονότες καὶ Ἡρακλέος, ἄρξαντες μὲν ἐπὶ δύο τε καὶ εἴκοσι γενεᾶς ἀνδρῶν ἔτεα πέντε τε καὶ πεντακόσια, παῖς παρὰ πατρὸς ἐκδεκόμενος τὴν ἀρχήν, μέχρι Κανδαύλεω τοῦ Μύρσου. | Η ηγεμονία των Ηρακλειδών πέρασε στα χέρια της γενιάς του Κροίσου, στους Μερμνάδες, ως εξής. Ήταν ο Κανδαύλης, που οι Έλληνες τον λένε Μυρσίλο, τύραννος των Σαρδίων και απόγονος του Αλκαίου, γιου του Ηρακλή. Γιατί ο Άγρων, γιος του Νίνου γιου του Βήλου γιου του Αλκαίου, έγινε πρώτος Ηρακλείδης βασιλιάς των Σαρδίων· ο Κανδαύλης, ο γιος του Μύρσου, τελευταίος. Όσοι βασίλευσαν στη χωρά αυτή πριν από τον Άγρωνα ήταν απόγονοι του Λυδού, γιου του Άτη, από όπου πήρε ο λύδιος λαός ολόκληρος το όνομα του, αυτός που πρώτα ονομαζόταν Μηίων. Από αυτούς και με τη συγκατάθεση τους πήραν την αρχή, στηριγμένοι σε χρησμό, οι Ηρακλείδες, που η γενιά τους κρατούσε από μία δούλη του Ιαρδάνου και από τον Ηρακλή, και που βασίλευσαν είκοσι δύο γενιές, πεντακόσια πέντε χρόνια — κάθε γιος κληρονομώντας την αρχή από τον πατέρα του, ως τον Κανδαύλη, το γιο του Μύρσου. |
8. Οὗτος δὴ ὦν ὁ Κανδαύλης ἠράσθη τῆς ἑωυτοῦ γυναικός, ἐρασθεὶς δὲ ἐνόμιζέ οἱ εἶναι γυναῖκα πολλὸν πασέων καλλίστην. Ὥστε δὲ ταῦτα νομίζων, ἦν γάρ οἱ τῶν αἰχμοφόρων Γύγης ὁ Δασκύλου ἀρεσκόμενος μάλιστα, τούτῳ τῷ Γύγῃ καὶ τὰ σπουδαιέστερα τῶν πρηγμάτων ὑπερετίθετο ὁ Κανδαύλης καὶ δὴ καὶ τὸ εἶδος τῆς γυναικὸς ὑπερεπαινέων. [2] Χρόνου δὲ οὐ πολλοῦ διελθόντος (χρῆν γὰρ Κανδαύλῃ γενέσθαι κακῶς) ἔλεγε πρὸς τὸν Γύγην τοιάδε. "Γύγη, οὐ γὰρ σε δοκέω πείθεσθαι μοι λέγοντι περὶ τοῦ εἴδεος τῆς γυναικός (ὦτα γὰρ τυγχάνει ἀνθρώποισι ἐόντα ἀπιστότερα ὀφθαλμῶν), ποίεε ὅκως ἐκείνην θεήσεαι γυμνήν." [3] Ὅ δ᾽ ἀμβώσας εἶπε "δέσποτα, τίνα λέγεις λόγον οὐκ ὑγιέα, κελεύων με δέσποιναν τὴν ἐμὴν θεήσασθαι γυμνήν; ἅμα δὲ κιθῶνι ἐκδυομένῳ συνεκδύεται καὶ τὴν αἰδῶ γυνή. [4] Πάλαι δὲ τὰ καλὰ ἀνθρώποισι ἐξεύρηται, ἐκ τῶν μανθάνειν δεῖ· ἐν τοῖσι ἓν τόδε ἐστί, σκοπέειν τινὰ τὰ ἑωυτοῦ. Ἐγὼ δὲ πείθομαι ἐκείνην εἶναι πασέων γυναικῶν καλλίστην, καὶ σέο δέομαι μὴ δέεσθαι ἀνόμων." | Αυτός λοιπόν ο Κανδαύλης ερωτεύθηκε τη γυναίκα του, και ερωτευμένος μαζί της πίστευε πως η γυναίκα του είναι πολύ πιο όμορφη από όλες τις άλλες. Από μια τέτοια πίστη —γιατί ένας από τους δορυφόρους του ήταν ο Γύγης, ο γιος του Δασκύλου, που είχε κερδίσει την εύνοια του— σ' αυτόν λοιπόν τον Γύγη εμπιστευόταν ο Κανδαύλης τις πιο σπουδαίες υποθέσεις του, παινώντας ξεχωριστά και την ομορφιά της γυναίκας του. Δεν πέρασε πολύς καιρός —γιατί ήταν γραμμένο του Κανδαύλη να κακοπάθει— κι έλεγε μια μέρα του Γύγη: “Γύγη, επειδή δε νομίζω πως πείθεσαι σε όσα σου λέω για την ομορφιά της γυναίκας μου (στα αυτιά συμβαίνει οι άνθρωποι να πιστεύουν λιγότερο απ' ότι στα μάτια τους), δέξου να την δεις εκείνη γυμνή”. Αυτός όμως αναφώνησε κι είπε: “Κύριε μου, τί λόγο αρρωστημένο μου λες, παρακινώντας με, την κυρά μου να την δω γυμνή; Μα από τη στιγμή που μια γυναίκα βγάζει το ρούχο της, αφήνει ακάλυπτη και την ντροπή της. Από τα παλιά χρόνια βρήκαν οι άνθρωποι γνώμες σοφές, που πρέπει να μας διδάσκουν· μια από αυτές είναι και τούτη: να κοιτάζει καθένας τη δουλειά του. Εγώ δέχομαι πως εκείνη είναι από όλες τις γυναίκες η πιο όμορφη, και σου ζητώ να μη ζητάς πράγματα άνομα”. |
9. Ὃ μὲν δὴ λέγων τοιαῦτα ἀπεμάχετο, ἀρρωδέων μὴ τί οἱ ἐξ αὐτῶν γένηται κακόν, ὃ δ᾽ ἀμείβετο τοῖσιδε. "Θάρσεε, Γύγη, καὶ μὴ φοβεῦ μήτε ἐμέ, ὡς σέο πειρώμενος λέγω λόγον τόνδε, μήτε γυναῖκα τὴν ἐμήν, μὴ τὶ τοι ἐξ αὐτῆς γένηται βλάβος. Ἀρχήν γὰρ ἐγὼ μηχανήσομαι οὕτω ὥστε μηδέ μαθεῖν μιν ὀφθεῖσαν ὑπὸ σεῦ. [2] Ἐγὼ γάρ σε ἐς τὸ οἴκημα ἐν τῷ κοιμώμεθα ὄπισθε τῆς ἀνοιγομένης θύρης στήσω. Μετὰ δ᾽ ἐμὲ ἐσελθόντα παρέσται καὶ ἡ γυνὴ ἡ ἐμὴ ἐς κοῖτον. Κεῖται δὲ ἀγχοῦ τῆς ἐσόδου θρόνος· ἐπὶ τοῦτον τῶν ἱματίων κατὰ ἕν ἕκαστον ἐκδύνουσα θήσει, καὶ κατ᾽ ἡσυχίην πολλὴν παρέξει τοι θεήσασθαι. [3] Ἐπεὰν δέ ἀπὸ τοῦ θρόνου στείχῃ ἐπὶ τὴν εὐνήν κατὰ νώτου τε αὐτῆς γένῃ, σοὶ μελέτω τὸ ἐνθεῦτεν ὅκως μὴ σε ὄψεται ἰόντα διὰ θυρέων." | Έτσι μιλώντας δοκίμαζε να το αποφύγει, από φόβο μήπως τον βρει κάποιο κακό. Εκείνος όμως πήρε ξανά το λόγο κι είπε: “Θάρρος, Γύγη, και μη φοβάσαι ούτε εμένα, πως ίσως θέλοντας να σε δοκιμάσω κάνω μια τέτοια πρόταση, ούτε και τη γυναίκα μου, μήπως από κείνη σε βρει κάποιο κακό. Γιατί εγώ έτσι καλά θα στήσω τη μηχανή από την αρχή, ώστε εκείνη να μην πάρει είδηση ότι εσύ την είδες. Μόνος μου θα σε στήσω μέσα στο δωμάτιο που κοιμόμαστε, πίσω από το ανοιχτό θυρόφυλλο· αμέσως μετά από μένα θα έλθει και η γυναίκα μου για ύπνο. Κοντά στην είσοδο βρίσκεται ένα θρονί· πάνω σ' αυτό βγάζοντας ένα προς ένα τα ρούχα της θα τα αποθέσει και θα μπορέσεις έτσι με όλη σου την ησυχία να τη θαυμάσεις. Όταν προχωρήσει από το θρονί προς το κρεβάτι, και βρεθείς πίσω από την πλάτη της, μόνος σου κοίτα από κει και πέρα να μη σε δει που θα γλιστράς από την πόρτα”. |
10.Ὃ μὲν δὴ ὡς οὐκ ἐδύνατο διαφυγεῖν, ἦν ἕτοιμος· ὁ δὲ Κανδαύλης, ἐπεὶ ἐδόκεε ὥρη τῆς κοίτης εἶναι, ἤγαγε τὸν Γύγεα ἐς τὸ οἴκημα. Καὶ μετὰ ταῦτα αὐτίκα παρῆν καὶ ἡ γυνή. Ἐσελθοῦσαν δὲ καὶ τιθεῖσαν τὰ εἵματα ἐθηεῖτο ὁ Γύγης. [2] Ὡς δὲ κατὰ νώτου ἐγένετο ἰούσης τῆς γυναικός ἐς τὴν κοίτην, ὑπεκδὺς ἐχώρεε ἔξω, καὶ ἡ γυνὴ ἐπορᾷ μιν ἐξιόντα. Μαθοῦσὰ δὲ τὸ ποιηθέν ἐκ τοῦ ἀνδρὸς οὔτε ἀνέβωσε αἰσχυνθεῖσα οὔτε ἔδοξε μαθεῖν, ἐν νοῶ ἔχουσα τίσεσθαι τὸν Κανδαύλεα. [3] Παρὰ γὰρ τοῖσι Λυδοῖσι, σχεδὸν δὲ καὶ παρὰ τοῖσι ἄλλοισι βαρβάροισι καὶ ἄνδρα ὀφθῆναι γυμνόν ἐς αἰσχύνην μεγάλην φέρει. | Λοιπόν ο Γύγης, μια και δε γινόταν να ξεφύγει, δέχτηκε. Και ο Κανδαύλης, όταν είδε πως είναι ώρα για ύπνο, έμπασε τον Γύγη στο δωμάτιο, και αμέσως ύστερα παρουσιάστηκε και η γυναίκα του. Την ώρα που μπήκε κι απόθετε τα ρούχα της, τη θαύμαζε ο Γύγης. Μόλις ωστόσο βρέθηκε πίσω από την πλάτη της, καθώς η γυναίκα προχωρούσε στο κρεβάτι, γλίστρησε να βγει έξω. Όμως το μάτι της γυναίκας τον έπιασε την ώρα που εκείνος ξεγλιστρούσε. Ένιωσε τί της είχε κάνει ο άντρας της, εντούτοις ούτε φώναξε, παρ όλη την ντροπή της, ούτε και έδειξε πως το κατάλαβε, έχοντας στο νου της να εκδικηθεί τον Κανδαύλη. Γιατί στους Λυδούς, όπως επίσης και στους άλλους βαρβάρους, είναι ντροπή μεγάλη ακόμη και έναν άντρα να τον δουν γυμνό. |
11. Τότε μὲν δὴ οὕτω οὐδέν δηλώσασα ἡσυχίην εἶχε. Ὡς δὲ ἡμέρη τάχιστα ἐγεγόνεε, τῶν οἰκετέων τοὺς μάλιστα ὥρα πιστοὺς ἐόντας ἑωυτῇ, ἑτοίμους ποιησαμένη ἐκάλεε τὸν Γύγεα. Ὁ δὲ οὐδὲν δοκέων αὐτήν τῶν πρηχθέντων ἐπίστασθαι ἦλθε καλεόμενος· ἐώθεε γὰρ καὶ πρόσθε, ὅκως ἡ βασίλεια καλέοι, φοιτᾶν. [2] Ὡς δὲ ὁ Γύγης ἀπίκετο, ἔλεγε ἡ γυνὴ τάδε. "Νῦν τοί δυῶν ὁδῶν παρεουσέων Γύγη δίδωμί αἵρεσιν, ὁκοτέρην βούλεαι τραπέσθαι. Ἢ γὰρ Κανδαύλεα ἀποκτείνας ἐμέ τε καὶ τὴν βασιληίην ἔχε τὴν Λυδῶν, ἢ αὐτόν σε αὐτίκα οὕτω ἀποθνήσκειν δεῖ, ὡς ἂν μὴ πάντα πειθόμενος Κανδαύλῃ τοῦ λοιποῦ ἴδῃς τὰ μὴ σε δεῖ. [3] Ἀλλ᾽ ἤτοι κεῖνόν γε τὸν ταῦτα βουλεύσαντα δεῖ ἀπόλλυσθαι, ἢ σε τὸν ἐμὲ γυμνήν θεησάμενον καὶ ποιήσαντα οὐ νομιζόμενα." Ὁ δὲ Γύγης τέως μὲν ἀπεθώμαζε τὰ λεγόμενα, μετὰ δὲ ἱκέτευε μὴ μιν ἀναγκαίῃ ἐνδέειν διακρῖναι τοιαύτην αἵρεσιν. [4] Οὔκων δὴ ἔπειθε, ἀλλ᾽ ὥρα ἀναγκαίην ἀληθέως προκειμένην ἢ τὸν δεσπότεα ἀπολλύναι ἢ αὐτὸν ὑπ᾽ ἄλλων ἀπόλλυσθαι· αἱρέεται αὐτὸς περιεῖναι. Ἐπειρώτα δὴ λέγων τάδε. "Ἐπεί με ἀναγκάζεις δεσπότεα τὸν ἐμὸν κτείνειν οὐκ ἐθέλοντα, φέρε ἀκούσω τέῳ καὶ τρόπῳ ἐπιχειρήσομεν αὐτῷ." [5] Ἣ δὲ ὑπολαβοῦσα ἔφη "ἐκ τοῦ αὐτοῦ μὲν χωρίου ἡ ὁρμή ἔσται ὅθεν περ καὶ ἐκεῖνος ἐμέ ἐπεδέξατο γυμνήν, ὑπνωμένῳ δὲ ἡ ἐπιχείρησις ἔσται." | Τότε λοιπόν η βασίλισσα δίχως να δείξει το παραμικρό κράτησε την ψυχραιμία της. Αλλά μόλις ξημέρωσε, εξασφάλισε τη συμπαράσταση εκείνων των υπηρετών που τους ήξερε να της είναι απόλυτα έμπιστοι, και έστειλε να φωνάξουν τον Γύγη. Και αυτός, δίχως να του περάσει από το μυαλό ότι η βασίλισσα ξέρει το πράγμα, ήλθε στην πρόσκληση της. Γιατί συνήθιζε και πριν, κάθε φορά που εκείνη τον καλούσε, να έρχεται κοντά της. Μόλις έφτασε ο Γύγης, του μίλησε η γυναίκα και είπε: “Τώρα δύο δρόμοι σου ανοίγονται, Γύγη, και σου δίνω το δικαίωμα να πάρεις όποιον από τους δυο θέλεις: ή σκότωσε τον Κανδαύλη και πάρε εμένα και τη βασιλεία των Λυδών, ή ο ίδιος αμέσως τώρα πρέπει να πεθάνεις, για να μη βλέπεις στο εξής, με την τυφλή σου υπακοή στον Κανδαύλη, όσα δε σου επιτρέπεται. Αλλά ή εκείνος που τα μηχανεύτηκε αυτά πρέπει να αφανιστεί, ή εσύ που εμένα με είδες γυμνή, κάνοντας μία πράξη άπρεπη”. Ο Γύγης στην αρχή τα έχασε με τα λόγια της, ύστερα την παρακαλούσε να μην τον φέρει στην ανάγκη να κάνει μια τέτοια εκλογή. Παρ' όλα αυτά δεν την έπειθε κι έβλεπε ότι η ανάγκη πραγματικά τον πίεζε να διαλέξει: ή να σκοτώσει τον κύριο του ή να αφήσει να τον σκοτώσουν αυτόν οι άλλοι — διαλέγει να ζήσει ο ίδιος. Τότε λοιπόν πρόσθεσε την ακόλουθη ερώτηση: “Αφού με αναγκάζεις να σκοτώσω τον αφέντη μου, κι ας μην το θέλω, πες μου να ακούσω με ποιο τρόπο θα του επιτεθούμε”. Και εκείνη πήρε το λόγο και είπε: “Από το ίδιο μέρος θά 'ρθει το χτύπημα, από όπου και κείνος με έδειξε γυμνή· πάνω στον ύπνο θα τον βρει”. |
12.Ὡς δὲ ἤρτυσαν τὴν ἐπιβουλήν, νυκτὸς γενομένης (οὐ γὰρ ἐμετίετο ὁ Γύγης, οὐδέ οἱ ἦν ἀπαλλαγὴ οὐδεμία, ἀλλ᾽ ἔδεε ἤ αὐτὸν ἀπολωλέναι ἢ Κανδαύλεα) εἵπετο ἐς τὸν θάλαμον τῇ γυναικί, καί μιν ἐκείνη, ἐγχειρίδιον δοῦσα, κατακρύπτει ὑπὸ τὴν αὐτὴν θύρην. [2] Καὶ μετὰ ταῦτα ἀναπαυομένου Κανδαύλεω ὑπεκδύς τε καὶ ἀποκτείνας αὐτὸν ἔσχε καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὴν βασιληίην Γύγης τοῦ καὶ Ἀρχίλοχος ὁ Πάριος κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον γενόμενος ἐν ἰάμβῳ τριμέτρῳ ἐπεμνήσθη. | Όταν κατέστρωσαν το σχέδιο, και είχε για καλά νυχτώσει (γιατί δεν είχε τρόπο πια ο Γύγης να ξεφύγει ούτε και υπήρχε λύση να απαλλαγεί, αλλά έπρεπε ή τον εαυτό του να αφανίσει ή τον Κανδαύλη), ακολουθούσε στον κοιτώνα τη γυναίκα που του έδωσε ένα μαχαίρι και τον έκρυψε πίσω από το ίδιο εκείνο θυρόφυλλο. Μετά, την ώρα που ο Κανδαύλης κοιμόταν, πετάχτηκε πίσω από την πόρτα και τον σκότωσε — έτσι πήρε και τη γυναίκα του και τη βασιλεία του ο Γύγης. Τον θυμήθηκε τον Γύγη και ο Αρχίλοχος ο Πάριος, που έζησε στα ίδια χρόνια, σε ένα του στίχο. |
13.Ἔσχε δὲ τὴν βασιληίην καὶ ἐκρατύνθη ἐκ τοῦ ἐν Δελφοῖσι χρηστηρίου. Ὡς γὰρ δὴ οἱ Λυδοὶ δεινόν ἐποιεῦντο τὸ Κανδαύλεω πάθος καὶ ἐν ὅπλοισι ἦσαν, συνέβησαν ἐς τὠυτὸ οἳ τε τοῦ Γύγεω στασιῶται καί οἱ λοιποὶ Λυδοί, ἤν μὲν τὸ χρηστήριον ἀνέλῃ μιν βασιλέα εἶναι Λυδῶν, τόν δὲ βασιλεύειν, ἤν δὲ μή, ἀποδοῦναι ὀπίσω ἐς Ἡρακλείδας τὴν ἀρχήν. [2] Ἀνεῖλέ τε δὴ τὸ χρηστήριον καὶ ἐβασίλευσε οὕτω Γύγης. Τοσόνδε μέντοι εἶπε ἡ Πυθίη, ὡς Ἡρακλείδῃσι τίσις ἥξει ἐς τὸν πέμπτον ἀπόγονον Γύγεω. Τούτου τοῦ ἔπεος Λυδοί τε καί οἱ βασιλέες αὐτῶν λόγον οὐδένα ἐποιεῦντο, πρὶν δὴ ἐπετελέσθη. | Κέρδισε έτσι ο Γύγης τη βασιλεία και έγινε κρατερός με δελφικό χρησμό. Γιατί καθώς οι Λυδοί πήραν βαριά το πάθος του Κανδαύλη και σήκωσαν τα όπλα, ήρθαν τελικά σε συμβιβασμό οι στασιαστές του Γύγη και οι υπόλοιποι Λυδοί με τον όρο, αν το μαντείο δεχτεί να γίνει αυτός βασιλιάς των Λυδών, τότε να βασιλεύσει, αλλιώτικα να δώσει πίσω στους Ηρακλείδες την αρχή. Το μαντείο δέχτηκε κι έτσι βασίλευσε ο Γύγης. Τόσο μονάχα πρόσθεσε η Πυθία· ότι θα πέσει η εκδίκηση των Ηρακλειδών στον πέμπτο απόγονο του Γύγη. Όμως στο λόγο αυτόν ούτε οι Λυδοί ούτε οι βασιλιάδες τους δεν έδωσαν σημασία, παρά μόνον όταν εκπληρώθηκε. |